[Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Κύπριες γυναίκες υφαίνουν στον αργαλειό. Φωτό από το διαδίκτυο.]
Sevgul Uludag
Τηλ: 99966518
Όταν η γιαγιά μου η Ziba από τα Κνώδαρα έμεινε ορφανή, την «υιοθέτησε» η αδελφή της, η θεία Afet. Η θεία Afet ήταν παντρεμένη με κάποιον που νομίζουμε ότι λεγόταν Mustafa και εκείνο τον καιρό υιοθέτησε τη γιαγιά μου (τη μικρή αδελφή της γυναίκας του) με τον όρο ότι θα της έδινε και το ένα τρίτο της περιουσίας του. Αργότερα αυτός πέθανε και η θεία Afet παντρεύτηκε τον Kazim Chavush από την Αυδήμου - έναν αστυνομικό που υπηρετούσε στα Κνώδαρα. Όμως το χωριό Κνώδαρα δεν άρεσε καθόλου στον Kazim Chavush γιατί δεν υπήρχε νερό σε αυτό το μικρό χωριό της Μεσαορίας. Έπεισε τη θεία Afet να πουλήσει όλη την περιουσία του πρώην συζύγου της και να μετακομίσει στη Λευκωσία. Και αυτό έκαναν. Πούλησαν τα πάντα και πήγαν στην περίφημη οδό Ερμού, αγοράζοντας εκεί ένα σπίτι και ένα μαγαζί. Καθώς η θεία Afet δεν είχε δικά της παιδιά, φρόντιζε τα παιδιά της γιαγιάς μου Ziba -βοήθησε κάποια από αυτά να μορφωθούν- όπως τη μητέρα μου, τα βοήθησε να παντρευτούν, δίνοντας σχεδόν στο καθένα από αυτά ένα σπίτι στην οδό Ερμού. Η μητέρα μου αγαπούσε τη θεία της Afet και τη φρόντιζε τα τελευταία χρόνια της ζωής της, όταν ζούσαν μαζί. Δεδομένου ότι τόσο η θεία Afet όσο και ο Kazim Chavush πέθαναν πολύ πριν γεννηθώ, δεν τους γνώρισα ποτέ, αλλά οι φωτογραφίες τους κρέμονται στον τοίχο του σπιτιού μας και όσα μου διηγήθηκε η μητέρα μου, αποτέλεσαν ένα μεγάλο μέρος της οικογενειακής μας ιστορίας. Η μητέρα μου ήταν εξαιρετικά ευγνώμων σε αυτούς, καθώς την είχαν πάρει για να ζήσει μαζί τους ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή της και να γίνει δασκάλα. Εκείνα τα χρόνια της φτώχειας, σεβάστηκαν τις επιθυμίες της μητέρας μου Turkan και τη βοήθησαν να πετύχει τον στόχο της για περαιτέρω εκπαίδευση.
O Τακτακαλάς
Ο παππούς μου Mehmedali Soyer ήταν ένας πεισματάρης άνθρωπος από τα Κνώδαρα που πούλησε ό,τι είχε η γιαγιά μου Ziba στο χωριό και μετακόμισαν στον Τακτακαλά στη Λευκωσία. Αγόρασαν ένα σπίτι δίπλα στο τζαμί στον Τακτακαλά και έζησαν εκεί το 1918.
Η γιαγιά μου Ziba έφερε τον αργαλειό της από τα Κνώδαρα όταν μετακόμισε από το χωριό στη Λευκωσία και τον έστησε στο σπίτι που αγόρασαν στον Τακτακαλά. Στα όσα μου έγραφε η μητέρα μου, έλεγε ότι δεν άρεσε καθόλου στον πατέρα της να εργάζεται και του άρεσε μόνο να κυνηγάει και να συλλέγει και να πλέκει καλάθια για τυρί και να φτιάχνει κουτάλια από σανταλόξυλο και κλαδιά ελιάς. Ήταν αντίθετος με τη μόρφωση της κόρης του και συνεχώς μάλωνε τη μητέρα μου και της έλεγε να μην πηγαίνει σχολείο αλλά να μένει στο σπίτι και να βοηθάει τη μητέρα της να τυλίγει τις κουβαρίστρες για τον αργαλειό της ή να φροντίζει τα αδέλφια της. Αλλά και η μητέρα μου ήταν ένα πολύ αποφασιστικό άτομο που προσπαθούσε να κάνει αυτό που ήθελε να κάνει. Για να μπορέσει να πάει στο δημοτικό σχολείο, έπρεπε να δουλέψει από πολύ νωρίς. Κουβαλούσε νερό στα σπίτια από τη «Βρύση του Επισκόπου», παρόλο που ήταν μικρό παιδί.
Η μεγαλύτερη αδελφή της έβαζε γιασεμί σε κλαδιά φοινικιάς και πήγαινε να τα πουλήσει, ώστε να μπορέσει να πάρει κάποια χρήματα για να αγοράσει ένα μολύβι ή ένα τετράδιο που χρειαζόταν στο δημοτικό σχολείο. Δεν είχε παπούτσια και ο δήμος της έδινε παπούτσια που προορίζονταν για φτωχούς ανθρώπους για να τα φοράει στο σχολείο. Μόλις έπεφταν οι πρώτες βροχές, ο πάτος των παπουτσιών έλιωνε, καθώς το άτομο που έφτιαχνε και μοίραζε τα παπούτσια για τον δήμο εξαπατούσε και έβαζε χαρτόνι βαμμένο με μαύρο χρώμα κάτω από αυτά, και έτσι έλιωναν με τις πρώτες βροχές.
Η θεία Ειρήνη
Για να επιβιώσει ως μια οικογένεια που προερχόταν από ένα μικρό χωριό, με πολλά παιδιά και έναν τεμπέλη σύζυγο, η γιαγιά μου έπλεκε καλάθια και συνέχιζε να υφαίνει υφάσματα χωρίς να σηκώνει το κεφάλι της για πολλές ώρες. Στα απομνημονεύματά της για τον Τακτακαλά, η μητέρα μου γράφει τα ακόλουθα για την υφαντική της γιαγιάς μου Ziba:
«Η θεία Ειρήνη ήταν γειτόνισσά μας στον Τακτακαλά. Όλοι την φώναζαν «Ειρήνη Aba». Ήταν ψηλή, λίγο καμπούρα. Μιλούσε πολύ καλά τουρκικά. Ερχόταν και μας έλεγε: «Τι κάνεις βρε Ziba, υφαίνεις πάλι στον αργαλειό; Δεν ξεκουράζεσαι ποτέ;» Και η μητέρα μου η Ziba έλεγε: «Τι μπορούμε να κάνουμε κυρία Ειρήνη; Έχω παιδιά, θέλουν τα πάντα. Κι εγώ θέλω να κάθομαι και να ξεκουράζομαι, αλλά πρέπει να υφαίνω κάθε μέρα 20 αρσίν από ύφασμα «αλατζά». Ο Γιαννακός θέλει αυτά τα υφάσματα πολύ γρήγορα. Υφαίνω και παίρνω μερικά γρόσια για τις ανάγκες των παιδιών μου».
Η θεία Ειρήνη δεν είχε παιδιά. Έφερνε ένα μήλο ή μερικά πορτοκάλια όταν ερχόταν να μας επισκεφτεί. Εμείς δεν είχαμε τίποτα να της προσφέρουμε. Στο σπίτι μας δεν έφτιαχναν ποτέ καφέ. Η θεία Ειρήνη καθόταν λίγο, μιλούσε λίγο και μετά έφευγε. Έμοιαζε με τη διάσημη Τουρκάλα τραγουδίστρια Safiye Ayla. Ήταν ηλικιωμένη, αλλά γεμάτη χαρά. Όλοι την αγαπούσαν στον μαχαλά μας».
Μόνο ψωμί και ελιές
Η μητέρα μου έγραφε στα απομνημονεύματά της τα εξής για τη ζωή τους στον Τακτακαλά: «Κρέας, γάλα, αβγά, βούτυρο, γιαούρτι, τυρί, χαλούμι δεν είχαμε ποτέ στο σπίτι μας. Το πρωί τρώγαμε ψωμί και ελιές. Ούτε καν τσάι δεν φτιάχναμε, ούτε καφέ. Κρέας, κοτόπουλο ή ψάρι δεν αγοράστηκαν ποτέ για το σπίτι. Όταν ερχόμασταν το μεσημέρι από το σχολείο, πάλι τρώγαμε ελιές και ψωμί. Μερικές φορές η μητέρα μου αγόραζε μια οκά φρέσκα φασόλια και τα έβαζε στη μέση του δίσκου. Καθόμασταν όλοι και τρώγαμε. Ο πατέρας μου αγόραζε δύο οκάδες ψωμί και το άφηνε στο σπίτι το πρωί και πήγαινε στο μαγαζί του θείου Salih. Το μεσημέρι, έπαιρνε λίγο ψωμί, λίγο χαλβά ή λίγο ψάρι ρέγκα και έτρωγε, έχοντας και φρούτα ανάλογα με την εποχή. Παράγγελνε τον καφέ του, άναβε το τσιγάρο του και δεν σκεφτόταν την πείνα των παιδιών του στο σπίτι».
Η ιστορία των ντολμάδων
«Ήμουν περίπου 4-5 χρονών και μια μέρα πήγα στο σπίτι της αδελφής της μητέρας μου, της Nazif, το οποίο βρισκόταν ακριβώς στη γωνία από το σπίτι μας στον Τακτακαλά. Μαγείρευαν ντολμάδες (κουπέπια) και η μυρωδιά ήταν απίστευτη. Στο σπίτι μας αυτά δεν μαγειρεύονταν ποτέ. Τα γεύματά μας αποτελούνταν από πατάτες γιαχνί, τηγανητές πατάτες, πιλάφι πουργούρι σε σκέτο νερό, κολοκυθάκια γιαχνί και σούπα. Μια στο τόσο η μητέρα μου αγόραζε πετιμέζι (χαρουπόμελο) και μας έφτιαχνε «τσερτσελούθκια». Έπλαθε μερικά κουλουράκια από το ζυμάρι που έφτιαχνε και τα έψηνε σε νερό και μετά έριχνε μέσα το χαρουπόμελο. Γινόταν ένα πολύ ωραίο γλυκό. Το τρώγαμε με χαρά. Επειδή η θεία μου Nazif γνώριζε για τη φτώχεια μας, έβαζε 5-6 κουπέπια σε ένα μικρό πιάτο και λίγο ψωμί. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός έπρεπε να είμαστε στο σπίτι πριν δύσει ο ήλιος. Μέχρι να ψηθούν τα κουπέπια, σκοτείνιασε. Ήθελα να φύγω, αλλά η θεία μου είπε: «Κάτσε κάτω και φάε τα κουπέπια σου, θα το πω στον πατέρα σου για να μην σου θυμώσει». Πήρα το πρώτο κουπέπι για να φάω και χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο πατέρας μου. «Είναι εδώ;» είπε. Η θεία μου είπε: «Της έβαλα μερικά κουπέπια για να φάει, άσε την να φάει και θα έρθει στο σπίτι».
«Της είπα να είναι σπίτι πριν δύσει ο ήλιος», είπε. Ο πατέρας μου δεν την άκουσε. Με πήρε από τα μαλλιά μου και άρχισε να με τραβάει προς την πόρτα. Ό,τι και να έλεγε η θεία μου, εκείνος δεν άκουγε. Άρχισε να με χτυπάει. Κάθε φορά που με χτυπούσε, έπεφτα στις πέτρες. Ο δρόμος θα ασφαλτοστρωνόταν και είχαν απλώσει πέτρες στο έδαφος. Τα χέρια και τα πόδια μου αιμορραγούσαν από τις πτώσεις σε αυτές τις πέτρες και το φρύδι μου είχε τραυματιστεί. Ήμουν στο σπίτι με αίματα παντού. Η μητέρα μου με πήρε και μου έπλυνε το πρόσωπο, άλλαξε τα ρούχα μου. Φοβόταν να πει κάτι γιατί θα άρχιζε να τη χτυπάει και εκείνη. Πήγαμε σε άλλο δωμάτιο. Της εξήγησα τι συνέβη. «Ας σπάσουν τα χέρια του» είπε. Τα χέρια του δεν έσπασαν, αλλά όταν πήγε στην Αυδήμου, έπεσε από τον δεύτερο όροφο και τραυματίστηκε στο κεφάλι. Κάθε φορά που αναφέρεται η λέξη «κουπέπια», θυμούμαι τη μυρωδιά εκείνων των κουπεπιών και το σημάδι που έμεινε στο φρύδι μου από εκείνη τη μέρα».
Στο τέλος, η μητέρα μου ξυλοκοπήθηκε από αυτόν τόσο πολύ, που στην ηλικία των 12 χρονών έφυγε οριστικά από το σπίτι της και πήγε να ζήσει με τη θεία Afet και τον Kazim Chavush, χωρίς να επιστρέψει ποτέ ξανά στο σπίτι της μητέρας της.